θυρεός

θυρεός
Κληρονομικό διακριτικό σύμβολο, το συμβολικό νόημα του οποίου αναφέρεται στην ιστορική παράδοση του κατόχου του. Οι θ. ήταν κρατικοί ή τοπικοί, δηλαδή αντιπροσώπευαν πόλεις, νομούς, επαρχίες ή κράτη, και συχνά, κυρίως στον Μεσαίωνα, χρησιμοποιούνταν ως εμβλήματα από διάφορες συντεχνίες ή ως οικόσημα από αριστοκρατικές και μεγαλοαστικές οικογένειες. Απεικονίζονταν πάνω σε σφραγίδες, σε νομίσματα, σε σημαίες κ.ά. και χρησίμευαν ως σύμβολο ιδιοκτησίας σε αρχιτεκτονικές κατασκευές, σε έργα τέχνης, σε εργαλεία, σε χειρόγραφα και σε βιβλία. Οι θ. αποτελούν αντικείμενο μελέτης του επιστημονικού κλάδου της οικοσημολογίας και πολλές φορές συνιστούν αξιόλογα ιστορικά τεκμήρια.
* * *
ο (ΑΜ θυρεός)
νεοελλ.
το κύριο μέρος οικοσήμου ή εθνικού εμβλήματος το οποίο έχει σχήμα ασπίδας
αρχ.
1. μεγάλη πέτρα που τοποθετούνταν πίσω από την πόρτα για να τήν κρατά κλειστή («ἔπειτ' ἐπέθηκε θυρεόν μέγαν», Ομ. Οδ.)
2. μεγάλη επιμήκης ασπίδα σε σχήμα θύρας («ού δυναμένου τοῡ... θυρεοῡ τὸν ἄνδρα περισκέπειν», Πολ.)
3. γεν. η ασπίδα
4. δίσκος που αποτελεί τμήμα τού καθετήρα*
5. μαθ. έλλειψη, ελλειψοειδές σχήμα, αντικείμενο με ωοειδές σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κατάλ. -εός- (πιθ. < *-εFος). Η αρχική σημασία ήταν «πέτρα που χρησιμεύει ως θύρα» (στον κύκλωπα Πολύφημο). Στη μτγν. αρχ. ελλ. πήρε τη σημασία «ορθογώνια ασπίδα», πιθ. λόγω ομοιότητας της με θύρα. Τη νεοελλ. σημασία τήν πήρε απο τη συχνή απεικόνιση ασπίδων στα οικόσημα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θυρεός — stone put against a door masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρεός — ο 1. πέτρα με την οποία έκλειναν την πόρτα οι αρχαίοι. 2. το κύριο μέρος οικόσημου ή εθνικού εμβλήματος: Ο θυρεός της Ελληνικής Δημοκρατίας έχει το σχήμα της ελληνικής σημαίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυρεοῖο — θυρεός stone put against a door masc gen sg (epic) θυρεόω cover with a shield pres opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρεοῖς — θυρεός stone put against a door masc dat pl θυρεόω cover with a shield pres opt act 2nd sg θυρεόω cover with a shield pres subj act 2nd sg θυρεόω cover with a shield pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρεοί — θυρεός stone put against a door masc nom/voc pl θυρεόω cover with a shield pres subj mp 2nd sg θυρεόω cover with a shield pres ind mp 2nd sg θυρεόω cover with a shield pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρεοῦ — θυρεός stone put against a door masc gen sg θυρεόω cover with a shield pres imperat mp 2nd sg θυρεόω cover with a shield imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρεούς — θυρεός stone put against a door masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρεέ — θυρεός stone put against a door masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρεῶν — θυρεός stone put against a door masc gen pl θυρεόω cover with a shield pres part act masc voc sg (doric aeolic) θυρεόω cover with a shield pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θυρεόω cover with a shield pres part act masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρεῷ — θυρεός stone put against a door masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”